Η ακαδημαϊκή κοινότητα επιμένει ότι οι επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο ανταγωνισμό παρουσιάζουν ισχυρότερη αύξηση της παραγωγικότητας, ενώ ο ασθενής ανταγωνισμός υπονομεύει την αύξηση της παραγωγικότητας. Συγχρόνως, όμως, εκ του αντιθέτου επισημαίνεται ότι ο ανταγωνισμός δεν συμβαίνει εν κενώ, αλλά σε ένα συνεχώς εξελισσόμενο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον.
Μεταξύ του 1998 και του 2022 τα ποσοστά κέρδους των πενήντα πιο κερδοφόρων μεγάλων επιχειρήσεων στον κόσμο σχεδόν διπλασιάστηκαν, από 11% σε 20%, κυρίως λόγω των μακροπρόθεσμων διαρθρωτικών οικονομικών μεταβολών, όπως η αύξηση του μεριδίου των επενδύσεων σε ιδιόκτητες λύσεις ΤΠ και δεδομένων ή σε άλλα άυλα στοιχεία ενεργητικού (π.χ. Ε&Α, διπλώματα ευρεσιτεχνίας, εμπορικά σήματα), η παγκοσμιοποίηση και οι αυξανόμενες συγχωνεύσεις και εξαγορές, καθώς και οι κανονιστικοί φραγμοί εισόδου και εξόδου (κυρίως σε πληροφορική, σε φαρμακευτικά και λοιπά καταναλωτικά αγαθά).

Σε επίπεδο αγοράς, η μέση συγκέντρωση CR4 (δηλαδή το μερίδιο αγοράς των τεσσάρων κορυφαίων επιχειρήσεων) στην ΕΕ αυξήθηκε περίπου κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες, περισσότερο σε ήδη συγκεντρωμένους τομείς (βιομηχανία CR4 >30%), αλλά μειώθηκε στους πιο συγκεντρωμένους τομείς (CR4 >80%) στην κατεύθυνση της δημιουργίας μιας περισσότερο ολιγοπωλιακής αλλά όχι μονοπωλιακής αγοράς, με εντονότερη αύξηση της συγκέντρωσης στις βιομηχανίες που ανταγωνίζονται στην εσωτερική αγορά, με σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών-μελών –πάντως, με λιγότερη ένταση της συγκέντρωσης συγκριτικά με τη Βόρεια Αμερική.

Σε οκτώ μεγάλες χώρες της ΕΕ στην πλειονότητά τους οι αγορές είναι συγκεντρωμένες με CR4 μεγαλύτερο ή ίσο του 60%, χαμηλότερα σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, τον Καναδά και τη Νότια Κορέα. Η μέση συγκέντρωση της αγοράς είναι σχετικά χαμηλή στη Γερμανία και την Ιταλία και συγκριτικά υψηλή στη Γαλλία, τις σκανδιναβικές χώρες, την Ιρλανδία και την Ελλάδα. Στο ίδιο πλαίσιο, σημειώνουμε, πρώτον, ότι η συγκέντρωση αυξήθηκε στην ΕΕ κατά 0,25 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως, ενώ παρέμεινε σχετικά σταθερή στις ΗΠΑ κι ότι, δεύτερον, είναι ιδιαίτερα υψηλή στις αγορές αγαθών που απορροφούν σχετικά υψηλό μερίδιο των δαπανών των φτωχότερων νοικοκυριών και οι οποίες έχουν συμβάλει σημαντικά στην πρόσφατη αύξηση του πληθωρισμού (π.χ. αγορές τροφίμων και ενέργειας).

Τα συν και τα πλην της επιχειρηματικής συγκέντρωσης
Ο αντίκτυπος του ανταγωνισμού στις τιμές είναι ισχυρός, πράγμα αντιληπτό, πρώτον, στις υπηρεσίες ψηφιακών τηλεπικοινωνιών: Οι χώρες της ΕΕ με τρεις φορείς εκμετάλλευσης δικτύων κινητής τηλεφωνίας («MNO») έχουν σταθερά υψηλότερα μέσα έσοδα ανά χρήστη (ARPU) από τις χώρες με τέσσερις MNO. Ένας επιπλέον ΜΝΟ συνδέεται με μείωση των τιμών κατά 7%-9%. Δεύτερον, στις υπηρεσίες των αεροπορικών μεταφορών, όπου οι τιμές ανά μίλι για μονοπωλιακές γραμμές και γραμμές δυοπωλίου είναι, αντίστοιχα, 5,6% και 2,6% υψηλότερες απ’ ό,τι για τις ανταγωνιστικές γραμμές. Ως περίπτωση η έξοδος της Air Berlin από την αγορά το 2017 οδήγησε σε αύξηση των ναύλων ανά μίλι κατά 19% τους πρώτους μήνες μετά την έξοδο και μεσοπρόθεσμα κατά 5% σε πιο συγκεντρωμένες αγορές και κατά 3% σε λιγότερο συγκεντρωμένες αγορές. Και τρίτον, ο αντίκτυπος είναι ισχυρός και στην αγορά της μπίρας, όπου οι τιμές στο Βέλγιο και τη Γαλλία (χώρες υψηλής συγκέντρωσης σε επίπεδο παραγωγού) είναι πάνω από 150% υψηλότερες απ’ ότι στη γειτονική Γερμανία (χώρα χαμηλής συγκέντρωσης).

Από την άλλη πλευρά, η συγκέντρωση σε τομείς όπως το λιανικό εμπόριο γενικών καταναλωτικών αγαθών, το εξειδικευμένο καταναλωτικό λιανικό εμπόριο ενδυμάτων, επίπλων ή αθλητικού εξοπλισμού ή οι αεροπορικές εταιρείες χαμηλού κόστους έχει αποδώσει οφέλη στους καταναλωτές, που σχετίζονται με την αύξηση της ποικιλίας των προϊόντων, τις χαμηλότερες τιμές και τη βελτίωση της ποιότητας προϊόντων και υπηρεσιών.

Οι τιτάνες επιτίθενται
Την ίδια στιγμή σε επίπεδο παγκόσμιου ανταγωνισμού πραγματοποιείται ένας βίαιος μετασχηματισμός, καθώς η ενιαία αγορά της ΕΕ παρουσιάζει χαμηλές επιδόσεις σε σύγκριση με άλλες κορυφαίες οικονομίες και υστερεί στις τελευταίες τεχνολογικές εξελίξεις, που είναι παράγων καθοριστικής σημασίας για την προώθηση της ανάπτυξης.

Η ΕΕ αναζητά την ισορροπία μεταξύ του τέλειου ανταγωνισμού και της προώθησης της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Η εισαγωγή του ελέγχου των συγκεντρώσεων στις αρχές της δεκαετίας του 1990 πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του στόχου της δημιουργίας μιας εσωτερικής αγοράς και της προώθησης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ο οποίος αρχικά απέβλεπε στη διασφάλιση της ισορροπίας μεταξύ των διαφόρων συμφερόντων που συνυπήρχαν εντός της ΕΕ.

Ωστόσο, η ευρωπαϊκή πολιτική των «καλών προθέσεων» έχει ακυρωθεί εν τοις πράγμασι από την έλλειψη διεθνούς ομοιογένειας κατά την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού, δημιουργώντας ανταγωνιστικό μειονέκτημα για την ΕΕ. Αυτό οφείλεται στο ότι ο ουσιαστικός έλεγχος των συναλλαγών από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι αυστηρότερος εκείνου που διενεργείται από τους ομολόγους της, όπως και στην αυστηρή διαχείριση των μέτρων κρατικών ενισχύσεων.

Αύξηση ανασφάλειας και εξαρτήσεων
Τα τελευταία χρόνια γίνεται ολοένα και πιο φανερό ότι οι αυξανόμενοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι αυξάνουν την αβεβαιότητα και περιορίζουν τις επενδύσεις, ενώ οι μεγάλοι γεωπολιτικοί κλυδωνισμοί ή οι αιφνίδιες ασυνέχειες στη λειτουργία του διεθνούς εμπορίου ενίοτε προκαλούν τεράστιες αναστατώσεις.

Με βάση την έως τώρα πολιτική για τον ανταγωνισμό η Ευρώπη έγινε περισσότερο ευάλωτη και ιδιαίτερα εκτεθειμένη. Όπως επισημαίνει ο κ. Μάριο Ντράγκι στην ειδική Έκθεση για την Ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης, «βασιζόμαστε σε μια χούφτα προμηθευτών για κρίσιμες πρώτες ύλες, ειδικά από την Κίνα, ακόμη και όταν η παγκόσμια ζήτηση για αυτά τα υλικά εκρήγνυται, λόγω της μετάβασης στην καθαρή ενέργεια. Εξαρτόμαστε επίσης σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές ψηφιακής τεχνολογίας (το 75%-90% της παγκόσμιας παραγωγικής ικανότητας chips βρίσκεται στην Ασία). Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρώπη χρειάζεται μια ολοκληρωμένη «εξωτερική οικονομική πολιτική» για να διατηρήσει την οικονομική και τη γεωστρατηγική ελευθερία της».

Σύμφωνα με την προαναφερόμενη έκθεση, «η ΕΕ θα πρέπει να συντονίσει προτιμησιακές εμπορικές συμφωνίες και άμεσες επενδύσεις με χώρες πλούσιες σε πόρους, να δημιουργήσει αποθέματα σε επιλεγμένους κρίσιμους τομείς και να δημιουργήσει βιομηχανικές εταιρικές σχέσεις για τη διασφάλιση της αλυσίδας εφοδιασμού βασικών τεχνολογιών. Αυτό σημαίνει αλλαγή των όρων λειτουργίας και του εσωτερικού ανταγωνισμού, ώστε να διευκολυνθεί η δημιουργία μεγάλων ευρωπαϊκών οικονομικών οργανισμών, προκειμένου να μπορέσουν να ανταγωνιστούν στην παγκόσμια αρένα». Ως παράδειγμα, μάλιστα, αναφέρεται η κατακερματισμένη ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, η οποία παράγει δώδεκα διαφορετικούς τύπους αρμάτων μάχης, ενώ οι ΗΠΑ παράγουν μόνο ένα!

Συμπερασματικά, απαιτείται ένα μακροπρόθεσμο όραμα για τη δημιουργία προβλέψιμων και ανταγωνιστικών συνθηκών, ώστε οι επιχειρήσεις να ανθίσουν στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, με όρους οικονομικής ανάπτυξης, ενεργειακής ανεξαρτησίας και αξιοποίησης των επιχειρηματικών ευκαιριών και πρωτοστατώντας στην «πράσινη» και την ψηφιακή μετάβαση.

 

Στέφανος Κομνηνός: αναλυτής αγοράς και επιχειρηματικός μέντορας της Netrino Advisory

Also shared by :

σελφ σέρβις