Δεν είναι η πρώτη φορά που η ακρίβεια με «βολικό» τρόπο αποδίδεται στην «αισχροκέρδεια» των επιχειρήσεων –όρου σύνθετου από τις λέξεις «αισχρός» και «κέρδος», που σημαίνει αθέμιτη επιδίωξη κέρδους με νοθεία, απάτη ή με τιμές κατά πολύ ανώτερες των προβλεπομένων αγορανομικών διατάξεων ή άλλων συγκριτικών μέτρων.
Στην Ελλάδα η πρώτη διάταξη για την ποινική αντιμετώπιση της αισχροκέρδειας εμφανίστηκε το 1834 επί βασιλείας Όθωνα και εξειδικεύτηκε το 1911 για εμπορεύματα, ναύλα πλοίων κ.ά. Το 1917 συγκροτήθηκαν στο Πλημμελειοδικείο Αθηνών «ειδικά τμήματα» για την εκδίκαση των παραβάσεων νόμων περί αισχροκέρδειας και νοθείας, με ποινές φυλάκισης μέχρι πέντε ετών και χρηματικές ποινές έως 100.000 δραχμές. Τότε δόθηκε το δικαίωμα έφεσης για ποινές άνω του έτους ή χρηματικές ποινές μεγαλύτερες των 5.000 δραχμών. Τα 1920 το αδίκημα μετατράπηκε σε πταίσμα και προβλέφθηκε διαζευκτικά ή ποινή φυλάκισης άνω των τεσσάρων μηνών ή χρηματική ποινή άνω των 3.000 δραχμών ή κλείσιμο του καταστήματος.
Οι έκτακτες συνθήκες, μετά την άφιξη των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής το 1923, που συνέπεσαν με διακυμάνσεις τιμών του συναλλάγματος, προκάλεσαν ανισορροπία στην αγορά και υπό την πίεση της κοινής γνώμης οδήγησαν στη συγκρότηση ειδικών μονομελών δικαστηρίων αισχροκερδείας (χωρίς παρουσία εισαγγελέως), που έγιναν γνωστά ως «αισχροδικεία». Παράλληλα, συγκροτήθηκαν οι πρώτες επιτροπές διατίμησης για τον καθορισμό ανωτάτων τιμών στα αγαθά και αυστηροποιήθηκαν οι ποινές, χωρίς δικαίωμα έφεσης ή αναστολής, με διαπόμπευση των παραβατών ή και με εξόρισή τους!
Αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1946, θεσπίστηκε ένα πληρέστερο και πιο σύγχρονο για την εποχή του εργαλείο, ο περίφημος Αγορανομικός Κώδικας, που επέβαλε, μεταξύ άλλων, κανόνες για τις ανώτατες τιμές και το ποσοστιαίο κέρδος «ή το τοιούτων εκπεφρασμένον εις τους απολύτους μονάδας (δραχμικόν κέρδος) επί πωλήσεως χονδρικής και λιανικής αντικειμένων βιοτικών αναγκών».
Μεταρρυθμιστικό πνεύμα
Μια δυναμική σε διαφορετική κατεύθυνση άρχισε να αναπτύσσεται από τις προενταξιακές διαδικασίες της εισόδου μας στην ΕΟΚ και από την είσοδό μας σε αυτήν το 1981. Η ρυθμιστική προσέγγιση στην αγορά πήρε νέα μορφή σε ένα ξεχωριστό πλαίσιο για τον υγειονομικό έλεγχο των τροφίμων, τις τεχνικές προδιαγραφές των βιομηχανικών προϊόντων και της λειτουργίας του εμπορίου. Η σύσταση Επιτροπής Ανταγωνισμού το1977 –και πολύ περισσότερο ο μετασχηματισμός της σε ανεξάρτητη αρχή με διοικητική αυτοτέλεια το 1995 στα πρότυπα των Αρχών Ανταγωνισμού των ΗΠΑ και της Ευρώπης– δημιούργησε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον παρεμβάσεων στην αγορά.
Με την τελευταία μάλιστα αναμόρφωση του Δικαίου Ανταγωνισμού το 2011, στην Επιτροπή ανατίθεται η «προστασία των συμφερόντων του καταναλωτή», μέσω της «διατήρησης ή αποκατάστασης της υγιούς ανταγωνιστικής δομής της αγοράς», αλλά και η επίτευξη «οικονομικής ανάπτυξης». Χρησιμοποιώντας εργαλεία καταπολέμησης των πρακτικών που περιορίζουν ή νοθεύουν τον ανταγωνισμό και των φραγμών εισόδου στην αγορά, που καταλήγουν σε βλάβη των καταναλωτών, η Επιτροπή αναλαμβάνει την ευθύνη μείωσης των τιμών, βελτίωσης της ποιότητας και του εύρους των παρεχομένων προϊόντων και υπηρεσιών, με επακόλουθα αφενός τη διεύρυνση των επιλογών των καταναλωτών και την αύξηση της αγοραστικής τους δύναμης κι αφετέρου την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και την ανάπτυξη της οικονομίας.
Ένα ακόμη άσμα ουδόλως κύκνειο
Μια τελευταία απόπειρα ενεργητικής συνύπαρξης της αγορανομικής λογικής με τη σύγχρονη ολιστική λογική έγινε το 2008 με τα περίφημα 41 μέτρα αντιμετώπισης της ακρίβειας. Αυτά περιλάμβαναν την υποχρεωτική αιτιολόγηση των ανατιμήσεων και τη δημοσιοποίηση των περιπτώσεων διαπίστωσης «υπερβολών», την υποχρέωση υποβολής στο Υπουργείο Ανάπτυξης των συμφωνιών μεταξύ αλυσίδων σούπερ μάρκετ και προμηθευτών, την αντιπαραβολή των κοστολογικών στοιχείων με τα αντίστοιχα των υπηρεσιών του υπουργείου και την αναμόρφωση των ποινών επί το αυστηρότερον. Για την ενίσχυση της καταναλωτικής συνείδησης προβλέφθηκε η ενημέρωση των καταναλωτών σχετικά με τις επικρατούσες τιμές, η κατάρτιση «μαύρης λίστας» επιχειρήσεων που παρανομούν, η επιβράβευση «φιλικών προς τον καταναλωτή» επιχειρήσεων και η συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας για την ανάπτυξη προγράμματος αγωγής καταναλωτή στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Τα πιο παρεμβατικά από τα μέτρα αυτά, σύμφωνα με την παραδοχή του εμπνευστή τους, κ. Φώλια, δεν είχαν καμιά επιτυχία, τα δε λιγότερο παρεμβατικά κι ίσως σημαντικότερα, δεν υλοποιήθηκαν.
Η αρνητική εμπειρία από την αποτυχία των εν λόγω μέτρων και η αναβαθμισμένη συνεργασία της ΓΓ Εμπορίου με την Επιτροπή Ανταγωνισμού οδήγησε το 2013 στη μετά βαΐων και κλάδων κατάργηση του Αγορανομικού Κώδικα και στη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου και συμβατού με την ευρωπαϊκή νομοθεσία πλαισίου «Διακίνησης, Εμπορίας Προϊόντων και Παροχής Υπηρεσιών», του γνωστού ΔΙΕΠΠΥ, που δίνει έμφαση στην ενημέρωση του καταναλωτή, στη «ρεαλιστικοποίηση» των προωθητικών ενεργειών και στην αποφυγή επιβολής ενδεικτικών τιμών λιανικής.
Το τελικό νομικό «χτύπημα» στην παρωχημένη αντίληψη περί κερδοσκοπίας δόθηκε με το νέο Ποινικό Κώδικα (Ν. 4619/2019), που κατήργησε το ποινικό αδίκημα της αισχροκέρδειας, όπως είχε προβλεφθεί το 1951 (άρθρο 405: «Όποιος συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν την αξία της δικής του παροχής, τόσο ώστε ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις να βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία προς αυτήν, τιμωρείται, αν το πράττει κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή»).
Εκτός Ελλάδας τι;
Στις χώρες της ΕΕ η διαχείριση του επιπέδου τιμών δεν αφορά νομοθεσίες περί αισχροκέρδειας, αλλά ρυθμίζεται από το Δίκαιο του Ανταγωνισμού, που απαγορεύει την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά και τις εναρμονισμένες πρακτικές των επιχειρήσεων. Ακόμη και στις ΗΠΑ που υπάρχουν διατάξεις περί αισχροκέρδειας (Profiteering), απαγορεύουν μόνο την απότομη ανατίμηση (price gouging) προϊόντων απολύτως απαραίτητων για τη διαβίωση (φαγητό, νερό, ενέργεια, κατοικία) και μόνο σε έκτακτες περιστάσεις, όπως οι φυσικές καταστροφές, ο πόλεμος κι οι πανδημίες.
Ευκαιρία για «Total Recall»!
Δυστυχώς τα εκσυγχρονιστικά όνειρα δεν κρατάνε πολύ στη χώρα αυτή.
Προσπαθώντας να αντιμετωπίσει την κοινωνική ανησυχία για τις συνέπειες της πανδημικής κρίσης και του πολέμου στην Ουκρανία στις τιμές, η ελληνική πολιτεία, υπερακοντίζοντας την αμερικανική νομοθεσία(!), επανήλθε στη «δοκιμασμένη» συνταγή της «αισχροκέρδειας» παρότι αυτή, τουλάχιστον νομικά, δεν υφίσταται! Με την 20.03.2020 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, που εξακολούθησε να τροποποιείται μέχρι πρόσφατα, με την απειλή προστίμων 5.000-2.000.000 ευρώ για τους παραβάτες, απαγορεύεται «η αποκόμιση μικτού κέρδους από την πώληση οποιουδήποτε προϊόντος ή την παροχή οποιασδήποτε υπηρεσίας που είναι απαραίτητη για την υγεία, τη διατροφή, τη διαβίωση, τη μετακίνηση και την ασφάλεια του καταναλωτή, όταν το περιθώριο μικτού κέρδους ανά μονάδα υπερβαίνει το αντίστοιχο περιθώριο μικτού κέρδους ανά μονάδα προ της 1ης Σεπτεμβρίου 2021». Παράλληλα, εφαρμόστηκε στα σούπερ μάρκετ ένας μηχανισμός προβολής εντέλει (κρίνοντας εκ του αποτελέσματος) κυρίως των PL προϊόντων, το λεγόμενο «Καλάθι του Νοικοκυριού».
Θα μπορούσε κανείς να αιτιολογήσει την αναγκαιότητα μιας ρύθμισης που βάλει εναντίον της οικονομικής ελευθερίας ως λύση αντιμετώπισης μιας παγκόσμιας κρίσης ακρίβειας κι έλλειψης ανταγωνισμού σε κάποιους ολιγοπωλιακούς τομείς της οικονομίας. Πράγματι, πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι από το ξέσπασμα της πανδημίας συνολικά τα κέρδη ανά μονάδα στην Ευρωζώνη αυξήθηκαν ταχύτερα από το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, πυροδοτώντας μια μεγάλη συζήτηση για τη συσχέτιση πληθωρισμού, αύξησης της οικονομικής συγκέντρωσης και του περιθωρίου κέρδους σε σειρά οικονομικούς κλάδους1.
Στην προ-ευρωεκλογική περίοδο αναδείχτηκε από την κυβέρνησή μας μια επιπλέον πτυχή, εκείνη της διευκόλυνσης των παράλληλων εισαγωγών, και ζητήθηκε η κανονιστική παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ως πότε θα λειτουργούν «αισχροδικεία»;
Η εμπειρία δείχνει ότι παρεμβάσεις αμφίβολης μεθοδολογίας εφαρμογής έχουν μόνο βραχυπρόθεσμο αποτέλεσμα. Μεσοπρόθεσμα οι περιοριστικές κανονιστικές ρυθμίσεις, με την ενσωμάτωσή τους στην εμπορική πολιτική των εταιρειών, ωθούν σταθερά στις ανατιμήσεις.
Τα «αισχροδικεία», είτε στη δημόσια διοίκηση είτε στα ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα, δεν οδηγούν στη μείωση των τιμών –πολύ περισσότερο στη διαχείριση της ακρίβειας, που οφείλεται κυρίως στην καχεξία του διαθέσιμου εισοδήματος.
1 Βλ., BEUC, Why Competition Authorities Must Act Against ‘Greedflation’?, https://www.beuc.eu/blog/why-competition-authorities-must-act-now-against-greedflation/ (2023); J. de Loecker, J. Eeckhout & G. Unger, The Rise of Market Power and the Macroeconomic Implications, (2020) 135(2) The Quarterly Journal of Economics 561.
Στέφανος Κομνηνός: Εταίρος της Netrino Advisory, πρώην Γ.Γ. Εμπορίου
Also shared by :
σελφ σέρβις
